σκαμβώ

σκαμβώ
-όω, ΜΑ [σκαμβός]
μσν.
μτφ. προκαλώ την ηθική διαστροφή κάποιου
αρχ.
παθ. σκαμβοῡμαι, -όομαι
στραβώνω, στρεβλώνω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκάμβωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκαμβῶ / σκαμβοῡμαι] κύρτωση, κάμψη, στράβωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”